Μεταλλείο Αμιάντου

Ο αμίαντος είναι ένα ορυκτό, το οποίο λόγω της χαρακτηριστικής ινώδους δομής του προκάλεσε το ενδιαφέρον των αρχαίων κατοίκων του νησιού, που γρήγορα ανακάλυψαν τις φυσικές του ιδιότητες. Ιδιαίτερα κατά την Κλασσική και Ρωμαϊκή περίοδο, χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή σεντονιών αποτέφρωσης των νεκρών, υποδημάτων, θρυαλλίδων για τις λυχνίες και προστατευτικά καλύμματα των εστιών των ναών.  

Στο χώρο του μεταλλείου η παραγωγή αμιάντου σε οργανωμένη κλίμακα ξεκίνησε το 1904 και μέχρι το κλείσιμό του το 1988 υπολογίζεται, ότι εξορύχθηκαν περίπου 130 εκατομμύρια τόνοι πετρώματος για να παραχθούν ένα εκατομμύριο τόνοι ινών αμιάντου. Το επεξεργασμένο μετάλλευμα αρχικά μεταφερόταν στη Λεμεσό μέσω μίας εναέριας γραμμής μήκους 30 χιλιομέτρων και αργότερα με τη βελτίωση του οδικού δικτύου, η μεταφορά γινόταν με φορτηγά οχήματα. 

Η εξόρυξη του μεταλλεύματος μέχρι το 1950 γινόταν χειρωνακτικά με την απασχόληση μεγάλου αριθμού εργατών, που αρχικά διέμεναν σε πρόχειρα καταλύματα γύρω από το μεταλλείο, τα οποία σταδιακά εξελίχθηκαν σε μόνιμες κατοικίες, για να δημιουργηθεί έτσι μία νέα κοινότητα με εκκλησία, σχολεία, νοσοκομείο, κινηματογράφο και καταστήματα. Μετά το 1950 ξεκίνησε η μηχανοποίηση του μεταλλείου με τη χρήση μεγάλων μηχανημάτων, σπαστήρων (μηχανήματα θραύσης πετρωμάτων) και ταινιών μεταφοράς, με επακόλουθο τη σταδιακή μείωση του εργατικού δυναμικού και την ερήμωση της κοινότητας, που είχε αναπτυχθεί γύρω από τον ευρύτερο χώρο του μεταλλείου. 

Μετά το κλείσιμο του μεταλλείου, άρχισαν το 1995 οι εργασίες αποκατάστασής του, υπό την καθοδήγηση μίας πολυκλαδικής ομάδας από διάφορα Τμήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εργασίες έχουν ως κύριους στόχους τη σταθεροποίηση των σωρών των εξορυκτικών αποβλήτων και την αναδάσωση και αναχλόαση των διαμορφωμένων περιοχών βάση ενός Γενικού Σχεδίου Αποκατάστασης, με το οποίο επιδιώκεται η επαναφορά του φυσικού τοπίου και η αποκατάσταση του περιβάλλοντος στο χώρο του μεταλλείου.

Τοποθεσία

Γεωλογία

Υποσέλιδο